ριζοτομώ

ριζοτομώ
(ε) μετ. искоренять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ριζοτομώ" в других словарях:

  • ριζοτομώ — ῥιζοτομῶ, έω, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] κόβω και συλλέγω ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση αρχ. 1. συλλέγω ρίζες για τροφή 2. περικόπτω τις ρίζες δέντρου σκάβοντας τον χώρο γύρω από αυτές («συκῆ ῥιζοτομηθεῑσα», Θεόφρ.) 3. μτφ. ξεριζώνω, αφανίζω («τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτόμησις — ήσεως, ή, Μ [ῥιζοτομῶ] η ριζοτομία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»